περιπεπλεγμένη

περιπεπλεγμένη
περιπλέκω
twine
perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μπερδεψοδουλειά — η 1. υπόθεση ή περίπτωση περιπεπλεγμένη τής οποίας είναι δύσκολο να προβλεφθεί η έκβαση 2. μτφ. ύποπτη επιχείρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπερδεύω (αόρ. μπέρδεψα) + δουλειά] …   Dictionary of Greek

  • περιπλέκω — ΝΜΑ 1. πλέκω κάτι γύρω από κάτι άλλο, περιβάλλω κάτι πλέκοντας (α. «ούτε κισσός, π αναίσθητος την πέτρα περιπλέκει, ούτ αστραπή που σβήνεται χωρίς αστροπελέκι», Βαλαωρ. β. «περιπλέξητε αὐτοῑς τὰ σκέλη περὶ τὴν γαστέρα», Λουκιαν.) 2. (η μτχ. παθ.… …   Dictionary of Greek

  • σαλάτα — η, Ν είδος εδέσματος, ορεκτικού ή συμπληρωματικού τού κυρίως φαγητού, που παρασκευάζεται από ποικίλα προϊόντα, κυρίως από ωμά ή βρασμένα λαχανικά ή και από άλλα εδώδιμα, και στο οποίο προστίθενται διάφορα αρτυματικά, λάδι, ξίδι ή λεμόνι, καθώς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”